prousalis

Δημήτρης Β. Προύσαλης – Η ψάθινη κορδέλα (Ιαπωνία)

Λένε πως ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια πολιτεία. Πριν από χρόνια πολλά ζούσαν εκεί δυο άνθρωποι που είχαν τα σπίτια τους γειτονικά. Ο ένας ήταν πλούσιος κι ο άλλος φτωχός. Ο πλούσιος λένε, είχε μια κόρη. Την ομορφιά της και τη χάρη της κουβέντιαζε όλος ο κόσμος. Κι ο φτωχός όμως είχε όνομα ξεχωριστό, γιατί λένε πως είχε ένα παλικάρι που σε τρόπους και φερσίματα άλλος δεν ήταν. Τα δυο παιδιά ανταμώθηκαν με τα μάτια, στα παραθύρια και στις αυλές τους. Οι καρδιές τους χτύπησαν δυνατά.
Μια μέρα το παλικάρι βρήκε το κουράγιο και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του πλούσιου γείτονα. Σαν τούτη άνοιξε ζήτησε να μιλήσει του αφέντη. Ο άρχοντας άκουσε να ζητά την κόρη του σε γάμο και γέλασε ειρωνικά με κακία. Για να τον πειράξει περισσότερο και να τον προσβάλει, σκύβει κάτω, πιάνει μια κορδέλα από ψάθα που είχε πέσει και λέει: «Αφού ζητάς την κόρη μου για γυναίκα, θα σου τη δώσω. Μονάχα αν καταφέρεις με τούτη την κορδέλα να γίνεις πλούσιος, θα την παντρευτείς. Αλλιώς ξέχασέ την!» Το παλικάρι, πήρε την ψάθινη κορδέλα, ευχαρίστησε ευγενικά τον άρχοντα και ξεκίνησε.
Λένε πως περπάτησε πολύ μέχρι που έφτασε σε πολιτεία άλλη κοντά σε ένα αρχοντικό. Εκεί υπήρχε ένας κήπος. Μέσα στον κήπο ένας γέροντας κηπουρός φύτευε ένα δεντράκι. Ξαφνικά ξεσπάει θύελλα, ένα κακό, χαλασμός και ο γέροντας τα έχασε. «Αμάν, θα σπάσει το δεντράκι που φύτεψα. Δε θα σταθεί, να μεγαλώσει!» μουρμούρισε. Το παλικάρι γρήγορα μπαίνει στον κήπο, βρίσκει ένα καλάμι. Το χώνει βαθιά δίπλα στο δέντρο και τα δένει μαζί με την κορδέλα του. Ο γέρο κηπουρός τον ευχαρίστησε για την βοήθεια και του χάρισε ένα μπανανόκλαδο. Το παλικάρι το πήρε, ευχαρίστησε και συνέχισε τον δρόμο του.
Περπάτησε κάμποσες ώρες και συνάντησε έναν άνθρωπο. Αυτός κουβαλούσε στην πλάτη του ένα καλάθι γεμάτο μπαχάρια. Ξαφνικά, ξεσπάει μπόρα από το πουθενά. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πού να κρυφτεί, να απαγκιάσει για να προστατέψει το εμπόρευμά του. Το παλικάρι δεν χάνει καιρό. Ρίχνει πάνω στο καλάθι μπανανόκλαδο. Το φόρτωμα σκεπάστηκε ολόκληρο και δε βράχηκε. Ο άνθρωπος τον ευχαρίστησε για την βοήθεια και του δίνει μια χούφτα μπαχάρια.
Το παλικάρι περπάτησε πολύ, σαν άρχισε να νυχτώνει. Βρέθηκε κοντά σε μια καλύβα. «Μακάρι να ξαποστάσω εδώ…» μουρμούρισε. Λένε πως στην καλύβα ζούσε μια γριά τυφλή. Αυτή τον δέχτηκε με χαρά και βάλθηκε να του ετοιμάσει να φάει. Μα στο σπίτι υπήρχε μονάχα ρύζι, τίποτε άλλο. «Παλικάρι μου, έχω μονάχα σκέτο ρύζι. Μακάρι να είχα λίγα μπαχαρικά για νοστιμιά» είπε. Το παλικάρι έβγαλε από το σακούλι τα μπαχάρια του περαστικού και τα έδωσε στην τυφλή. Αυτή έβρασε το ρύζι, το έβαλε σε δυο γαβάθες με μπαχαρικά κι άρχισαν να τρώνε. Αλλά τα μπαχαρικά ήταν βαριά. Με την πρώτη μπουκιά η γριά πετάχτηκε πάνω και φώναξε: «Αλίμονό μου! Κάηκα!» Τα μάτια της δάκρυσαν κι άρχισε να κλαίει από κάψιμο.
Λένε, πως από τα κλάματα της κάψας, η σκιά που της σκέπαζε τα μάτια χάθηκε και η γυναίκα ξαναείδε. Δάκρυσε από χαρά. «Σε ευχαριστώ, παλικάρι, που βοήθησες να ξαναδώ!» έλεγε. Το άλλο πρωί το παλικάρι ετοιμάστηκε να φύγει, η γριά τον αποχαιρέτισε και του χάρισε ένα παλιό ξυράφι. Ήταν του άντρα της που είχε πεθάνει από καιρό.
«Στο καλό, παιδί μου. Να με συμπαθάς που δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω, αλλά πού ξέρεις; Μπορεί σε κάτι να χρησιμέψει…» είπε. Το παλικάρι το πήρε, ευχαρίστησε και συνέχισε το δρόμο του.
Βρέθηκε πάλι να περπατά ώρες ολόκληρες μοναχός. Καμιά φορά φτάνει κοντά σε ένα βουνό. Εκεί συνάντησε έναν σαμουράι που περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο. Ταξίδευε πολύν καιρό ψάχνοντας άρχοντα να μπει στη δούλεψή του, όπως συνήθιζαν οι σαμουράι σε εκείνον τον τόπο. Ήταν σε κακά χάλια, τα μαλλιά και τα γένια του είχαν μεγαλώσει τόσο, που έμοιαζε ζητιάνος. Το παλικάρι δεν έχασε καιρό. Στάθηκαν στην άκρη του δρόμου, μάζεψε μερικά ξύλα, άναψε μια μικρή φωτιά, έβγαλε ένα κατσαρόλι που κουβαλούσε στο σακούλι, το γέμισε νερό από το διπλανό ρυάκι και το ζέστανε. Πήρε το ξυράφι της γριάς και ξύρισε τον σαμουράι που ξανάγινε άνθρωπος. Αυτός ευχαριστήθηκε τόσο πολύ, που του χάρισε ένα από τα θαυμαστά σπαθιά κατάνα που κουβαλούν μαζί τους οι σαμουράι. Το παλικάρι πήρε το σπαθί ευχαρίστησε τον σαμουράι και συνέχισε το ταξίδι.
Πέρασαν κάμποσες ώρες. Συναντά στο διάβα του έναν πρίγκιπα που ταξίδευε με ακολουθία. Το παλικάρι μέριασε και έσκυψε το κεφάλι, να δείξει σέβας. Ένας από αυτούς βλέπει το σπαθί του και φωνάζει: «Τι όμορφο σπαθί! Δεν ξανάδα τέτοιο». Ο πρίγκιπας ρωτά: «Το αγοράζω! Πόσο το πουλάς;» «Δώστε μου ό,τι θέλετε…», απάντησε ο νέος. «Φέρτε ένα μεγάλο πουγκί χρυσάφι!» φώναξε ο πρίγκιπας κι αγόρασε το σπαθί. Το παλικάρι τον ευχαρίστησε, χαιρέτισε ευγενικά και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
Την άλλη μέρα χτύπησε την πόρτα του γείτονα. του πετά στα πόδια το πουγκί και λέει: «Να τι κατάφερα να κερδίσω με εκείνη την ψάθινη κορδέλα που μου έδωσες!»
Ο πλούσιος άνοιξε το σακούλι και ξαφνιάστηκε! Μέσα υπήρχαν περισσότερα φλουριά από όσα είχε ο ίδιος. Κράτησε την υπόσχεση του κι έδωσε την κόρη του για γυναίκα στο γιο του φτωχού γείτονα.
Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για την λειτουργία της και εξωτερικές υπηρεσίες για την βελτίωση της εμπειρίας.