Λίγο το λογοπαίγνιο και η παρήχηση στον τίτλο, λίγο το επώνυμο του συγγραφέα, λίγο το βαθύ κόκκινο χρώμα του εξωφύλλου, δημιουργείται το απόλυτα ταιριαστό χάρτινο σκηνικό για να κάνεις την πρώτη κίνηση και να ανοίξεις αυτό το βιβλίο.
Ποτέ δεν με συγκινούσαν ιδιαίτερα οι αναφορές σε θρησκευτικά θέματα, πόσο μάλλον όταν βρίσκονται μέσα σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα. Εδώ όμως ο Σκανδάλης τα χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο που καταφέρνει να εισάγει έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο που τελικά η θρησκεία υποτάσσεται στον έρωτα. Είναι το εργαλείο για να υμνηθεί αυτό το υπερβαίνον συναίσθημα. Καταφέρνει τελικά να φτιάξει μία καινούρια σφαίρα, όπου δε σε ενδιαφέρει πλέον να αναλύσεις τα συστατικά της μεμονωμένα, αλλά σαν σύνολο δημιουργούν το πεδίο για να αναρωτηθείς για τον καινούριο αυτό κόσμο που έχει πλάσει ο Ερωτευμένος. Νομίζω πως αυτό επιτυγχάνεται επειδή ακριβώς τίποτα δεν αντιμετωπίζεται τελικά ως ιερό. Ούτε ο έρωτας αλλά ούτε και η θρησκεία η ίδια.
Ο έρωτας είναι φορές που εμφανίζεται ως καταραμένος, απεκδυόμενος κάθε ρομαντική του διάσταση, και πλάι στα λόγια των γραφών βρίσκονται σκηνές αυνανισμού και ανεξέλεγκτου πάθους. Γίνεται μία αντιστροφή της θρησκείας όπου δεν είναι αυτή πλέον που θα υπαγορεύσει τα πρέπει και τα μη αλλά θα ανοίξει όσο χρειάζεται για να χωρέσει μέσα της ό,τι έχει βιώσει ο ερωτευμένος. Ειδικά στην περίπτωση που μιλάμε για έναν παράνομο και ανεκπλήρωτο έρωτα, όπως εδώ. Το γεγονός ότι χρησιμοποιεί κεφαλαίο γράμμα κάθε φορά που απευθύνεται στο αντικείμενο του πόθου, για ‘μένα είναι ένα ακόμη σημάδι ιεροσυλίας (ή ερωσυλίας). Ένας τρόπος για να ανυψωθεί ο έρωτας αλλά ταυτόχρονα να προσγειωθεί η θρησκεία κι έτσι να δημιουργηθεί αυτό το καινούριο πεδίο που βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στα επουράνια και στα εγκόσμια.
Το ζήτημα του χρόνου διαπερνά όλο το έργο αφού είναι δομημένο σαν να διαβάζουμε ένα ημερολόγιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τις θρησκευτικές αναφορές, δημιουργεί την αίσθηση ότι παρακολουθούμε μία τελετουργία. Το μυστήριο μιας λάβας που χύνεται πάνω στον χρόνο και ανυπομονείς να δεις πότε θα στεγνώσει. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι το ημερολόγιο ξεκινάει με δεδομένο ότι άπαξ και η λάβα ξεχυθεί από το ηφαίστειο το σίγουρο είναι ότι θα καείς. Γι’ αυτό και η πρώτη σελίδα αυτού του ιδιαίτερου ημερολογίου ξεκινάει με την σημείωση «28 Μαρτίου. Πρώτη μέρα μακριά του». Το κακό έχει γίνει. Γνωρίζουμε το τέλος από την αρχή. Εδώ φανερώνεται χωρίς περιστροφές αυτό που βασανίζει τον ερωτευμένο από το πρώτο λεπτό της σύνδεσης, ότι με το που ξεκινήσει κάτι είναι η αρχή για ένα τέλος. Και γι’ αυτό ο χρόνος θα είναι πάντα εχθρός του. Κι επειδή οι ερωτευμένοι δεν αντέχουν τον φυσικό χρόνο ο οποίος στέκεται σαν γκιλοτίνα πάνω από τα ξέστρωτα κρεβάτια, δημιουργούν τον δικό τους εξωκοσμικό χρόνο. Από το τέλος όμως κι έπειτα, ο φυσικός χρόνος εισβάλλει με την μορφή τέρατος που κάνει την επαναφορά στην κανονικότητα ακόμη πιο δυσβάσταχτη.
Αυτό που πετυχαίνει ο Σκανδάλης παραθέτοντας τις ακριβείς ημερομηνίες του πραγματικού χρόνου είναι να πλάσει ένα αυστηρό περιβάλλον συγκεκριμένου χρόνου για κάτι που ο χρόνος το έσβησε, για κάτι που ξέρει πολύ καλά ότι έχει ήδη χαθεί και η επενέργεια του χρόνου από δω και στο εξής μόνο βασανιστική μπορεί να είναι. Και εγώ πολύ αμφιβάλλω εάν την 366η μέρα που κλείνει με το Αιωνία Αυτού η μνήμη είναι όντως το πέρασμα στην κατάσταση όπου έχει ξεπεραστεί το ερωτικό αντικείμενο ή μία σημείωση για το ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ, κυρίες και κύριοι.
Υπάρχουν παντού αντιθετικά στοιχεία τα οποία ζωντανεύουν αυτήν την προσπάθεια ταφής. Όποτε πάει κάτι να ξεφύγει προς μία κατεύθυνση υπάρχει κάτι άλλο που τραβάει ακριβώς προς την αντίθετη. Ψηλά-χαμηλά, ζωή-θάνατος, έρωτας-μίσος, πάθος-απραξία, μνήμη-αμνησία, ιερότητα-ιεροσυλία, άυλο-χειροπιαστό. Όλα σε μία διαλεκτική σχέση που στο κέντρο της βρίσκεται η ανάγκη της Ερωφίλης να (μην) ξεχάσει. Ή μήπως όχι μόνο της Ερωφίλης; Θα μπορούσε όλα αυτά να τα γράφει η Ιουλιέτα, η Εύα της Εδέμ, μία άλλη Ερωφίλη –αυτή του Χορτάτση, ο Βέρθερος του Γκαίτε.
Γιατί οι Ερωτευμένοι από πάντα ήθελαν να εκφραστούν και πάντα θα υπάρχει χώρος για μια καινούρια ιστορία.